Ιστορικό

Πληθυσμός

Παραδόσεις
Ο Φόνος του Μαύρου
Εκκλησίες - Ιερείς
Τοπωνύμια
Νομές Νερού
ΣΠΕ Πρόοδος
Πεσόντες
Δολοφονηθέντες
Αγνοούμενοι
Απόλλων
Αυγερινός
Ελιόμυλος
Ανακοινώσεις
Ποιήματα
Φωτογραφίες
Νιοχωρίτες επαγγελματίες
 
Ανακοινώσεις

Παρέμβαση της Ρεβέκκας Νικολαΐδου Πιερή: Πώς η οικογένεια ενός αγνοουμένου βίωσε το μαρτύριο της προσμονής της επιστροφής του αγαπημένου της προσώπου κατά την κατά την παρουσίαση του βιβλίου του κοινοτικού συμβουλίου με τίτλο : «Νιοχωρίτες και Νιοχωρίτισσες ελλείπουν…» Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, 21 Ιανουαρίου 2023
21/01/2023

Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον πρόεδρο του κοινοτικού μας συμβουλίου, για την πρόσκλησή του να μιλήσω εδώ απόψε. Περισσότερο, όμως, θα ήθελα να τον ευχαριστήσω και να τον συγχαρώ και αυτόν και όσους τον βοηθούν, ειδικά τον Αποστόλη που δίκαια αποκαλεί τον εαυτό του Νιοχωρίτη, γιατί ακούραστα και συνεχώς προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανό το χωριό μας, να τιμήσουν νεκρούς και ζώντες, να ενημερώσουν, να ξαναφέρουν κοντά ανθρώπους, να πλέξουν τον κοινωνικό ιστό του χωριού. Πρόεδρε, συνεχίστε έτσι.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ (λοιπόν) ΕΝΑΝ ΠΑΠΠΟΥ ανάμεσα στους Νιοχωρίτες που ελλείπουν

Αύγουστος 1974. Δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στο νησί μας. 14 του μήνα, οι κάτοικοι του χωριού μας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα τεράστιο δίλημμα: να φύγουν εγκαταλείποντας τα πάντα στη δίνη του πολέμου ή να μείνουν στα χώματα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν θέτοντας, όμως, τον εαυτό τους στη δίνη αυτή. Οι πλείστοι επιλέγουν τον πρώτο δρόμο με την σκέψη της προσωρινής απομάκρυνσης και της γρήγορης επιστροφής τους. Αρκετοί, όμως, επιλέγουν τον άλλο δρόμο. Παραμένουν εκεί ελπίζοντας στο σύντομο τέλος της έκρυθμης κατάστασης.

Δυστυχώς και στις δύο περιπτώσεις η εξέλιξη δεν ήταν η αναμενόμενη. Γνωστά σε όλους μας τα αποτελέσματα. Δεν ξέρω ποιοι χρειάστηκαν περισσότερη δύναμη και θάρρος. Αυτοί που έφυγαν με τις παντόφλες που φορούσαν, με το αβέβαιο μπροστά στα μάτια τους, με τον κίνδυνο δίπλα τους; Ή αυτοί που έμειναν, με τις ορδές των τούρκων στρατιωτών να έχουν ήδη δημιουργήσει την ομίχλη του φόβου και του θανάτου από τις 20 Ιουλίου!

Σε αυτό το κείμενο, θα προσπαθήσω να αποτυπώσω την χρονική εξέλιξη μιας υπόθεσης που στα δεδομένα του χωριού μας, όπως φαίνεται και στο βιβλίο, ίσως και να θυμίζει στον καθένα τη δική του οικογένεια. Θα αναφερθώ στην ιστορία του αγνοούμενου παππού μου, του Χρίστου Κούννου, όπως την έχουμε βιώσει εμείς ως οικογένεια.

Δεν έχω μνήμες από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Παρόλα αυτά, είναι έντονες στο μυαλό μου εικόνες μαύρων ρούχων, βουές κλάματος, μορφές θλίψης τόσο από τη γιαγιά μου όσο και από τα παιδιά της (βιολογικά και εξ αγχιστείας). Συχνές οι συναντήσεις και συζητήσεις για το θέμα αυτό, στο σπίτι που νοικιάζαμε «προσωρινά» στην Αγλαντζιά αφού μαζί μας έμενε και η γιαγιά.

Τον είδε, έλεγαν, ένας συγχωριανός μας σκοτωμένο, στον ηλιακό, μπροστά από την καμάρα, παρέα με τον φίλο του. Πρόσεξαν, έλεγαν, αυτοί που γλύτωσαν από τον εγκλεισμό, ότι κάτω από την συκαμιά είχε φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πιθανότατα να τους είχαν θάψει εκεί. Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί σκοτωμένοι, έλεγαν. Έτσι έγιναν τα πράγματα; Μήπως η θολούρα του πολέμου κι η σύγχυση της κατάστασης να οδηγούσε σε λάθος συμπεράσματα; Λες να μην…

Καθώς η έγνοια για την ψυχολογία των παιδιών και η διακριτικότητα στις συζητήσεις δεν ήταν χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, όλα αυτά τα ακούγαμε και τα είχαμε όλοι εμπεδώσει από νήπια.

Όταν λοιπόν, άρχισαν οι εκταφές στα κατεχόμενα, μας φάνηκε απολύτως φυσιολογικό. Όταν η ξαδέλφη μου Χρυσάνθη (κόρη του θείου Χαράλαμπου) μας ανέφερε τότε ότι ως αρχαιολόγος θα λάμβανε μέρος στις εκταφές, το θεωρήσαμε απλώς αναμενόμενο. Η ανατροπή ήρθε όταν, αφού έγινε η προσπάθεια στο καταγεγραμμένο σημείο, το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Μιλώντας πολύ αργότερα μαζί της, μου ανέφερε: «Το είχα ζητήσει η ίδια να συμμετάσχω στις εκταφές. Ήθελα να βρω τον παππού μου. Ένιωσα μια τεράστια απογοήτευση όταν δεν τους βρήκαμε. Ήξερα ότι κουβαλούσα πάνω μου τις ελπίδες όλης της οικογένειας για εξεύρεση του παππού. Η συναισθηματική μου φόρτιση ήταν απίστευτη.».

Μετά από λίγα χρόνια, μάθαμε ότι γινόταν μια άλλη προσπάθεια, σε ένα χωράφι παραπλεύρως του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς. Εκεί, λοιπόν, τους βρήκαν, τον παππού με τον Φώκα. Χρόνια αργότερα όταν ο κοινοτάρχης μας με ενημέρωσε για το βιβλίο του, με θέμα το κοιμητήριο του χωριού, στο μυαλό μου έπαιξε η σκέψη ότι αυτό το χωριό, τελικά είναι ολόκληρο ένα κοιμητήριο. Χωράφια, ελαιώνες, κήποι, έκρυβαν για χρόνια τους νεκρούς μας.

Στις επισκέψεις μας στο χωριό, πάντα ομαδικώς με μέλη από όλες τις οικογένειες των θείων, πρώτο μας μέλημα ήταν να δούμε το σημείο που βρήκαν τον παππού. Θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη μου δύο περιστατικά. Με την ξαδέρφη μου, την Παναγιώτα, κόρη του θείου Αντρέα εντοπίσαμε το σπίτι με τις πιο ωραίες τριανταφυλλιές (έτσι τουλάχιστον φάνηκε σε μας) στην πρώτη μας επίσκεψη στο χωριό. Μόλις δε πληροφορηθήκαμε ότι ο κήπος και το σπίτι ανήκουν στη θεία Ερατώ, η Παναγιώτα τολμά και κόβει δυο τριαντάφυλλα. Θα τα πάρω σπίτι, μου λέει. Προχωρώντας σε έναν άγνωστο για μας χώρο, μάς υποδεικνύεται ξαφνικά το σημείο όπου έγινε η εκταφή του παππού. Είδαμε η μια την άλλη με νόημα. Έριξε τα λουλούδια στο σημείο και με βουρκωμένα μάτια αναπέμψαμε μια μνημόσυνη ευχή σιωπηλά. Ήταν τα λουλούδια που θα αφήναμε στον τάφο του, αν μπορούσαμε τόσα χρόνια. Μετά από χρόνια επισκεπτόμαστε ξανά το χωριό. Κατεβαίνοντας, η Παναγιώτα μου τονίζει: Θα πάω στον κήπο της θείας Ερατώς να κόψω 2 τριαντάφυλλα. Θα τα πάρω σπίτι να τα αποξηράνω αυτήν τη φορά. Έτσι κι έγινε. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μας ειδοποίησαν ότι βρήκαν τον παππού. Τα λουλούδια έστω και αποξηραμένα τον συνοδεύουν στην κανονική του πια ταφή.

Μετά την εκταφή, λοιπόν, ακολουθεί μια διαδικασία πρωτόγνωρη για όλους μας. Δειγματοληψία DNA. Ήμουν παρούσα όταν ήρθαν με τα βαλιτσάκια από την Υπηρεσία και πήραν δείγμα από τη μητέρα και τη θεία μου. Θα έπαιρναν και από τους θείους μου, και από τα αδέρφια του παππού, που τότε βρίσκονταν ακόμη εν ζωή. Δύσκολες στιγμές, έρχονταν να ξυπνήσουν μνήμες και να θυμίσουν αλήθειες. Να δώσουν ξανά μια μικρή ελπίδα ότι επιτέλους θα λήξει η αβεβαιότητα και η άγνοια.

Χρονοβόρες οι διαδικασίες. Ξανακοιμήθηκαν οι σκέψεις. Μπήκε στην αναμονή η ψυχή για ακόμα μια φορά. Πέρασαν τα χρόνια. Κατά διαστήματα η μητέρα μου μού έλεγε: « Εψες είδα ένα όνειρο … Άραγε θα μας δώσουν τον παππού σου;» Κι εγώ προσπαθώντας να την επαναφέρω στην πραγματικότητα, να της μιλώ με επιχειρήματα λογικής. Ότι μόλις έχουν στοιχεία, θα μας τηλεφωνήσουν, και να μην αγχώνεται χωρίς λόγο. Όταν, λοιπόν, μια μέρα του Μαΐου το 2014, επιστρέφοντας σπίτι από το σχολείο, την βρήκα αναστατωμένη κι αυτήν και τη θεία, και ξεκινώντας να μου μιλά ακούω τη φράση: «Θα μας δώσουν τον παππού σου», οπλίστηκα με τα ίδια επιχειρήματα λογικής. Πριν, όμως, αρχίσω την επίθεση νουθεσίας, βλέπω στο βλέμμα τους κάτι που με σταμάτησε. Μια αντάρα που είχα να την δω πολλά χρόνια.

Δεν ξέρω αν ήταν ένστικτο ή η πειθώ που αντίκρυσα στο πρόσωπό τους. Αντιλήφθηκα ότι όντως τα πράγματα ήταν σοβαρά. «Τι έγινε;», ρώτησα.

Μου απάντησε η θεία που βρισκόταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση: «Μας πήραν τηλέφωνο. Να πάμε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας να μας μιλήσουν, να τον δούμε. Όσοι θέλουμε. Και να κανονίσουμε την κηδεία».

Έτσι και έγινε. Πήγαμε. Εγγόνια, παιδιά… σημαδιακή και η μέρα. Της Αναλήψεως. Ίσως η τύχη, ίσως ο Χριστός που εκείνη την μέρα θα ανέβαινε στις νεφέλες του ουρανού.. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Η πραγματικότητα είναι πως έτσι νιώσαμε κι εμείς. Σε μια διαδικασία τεράστιου Γολγοθά για τους οικείους, σε κρανίου τόπο, κυριολεκτικά, θαμμένος ο παππούς, ξαφνικά μια τυχαία ημερομηνία από την Υπηρεσία Εξευρέσεως Αγνοουμένων, έρχεται 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, 40 μέρες μετά το Πάσχα να μας τον παραδώσει. Της Αγίας Υπομονής να γράφει το ημερολόγιο.

Μια παρουσίαση σε ένα άσπρο πανί να μας δίνει λεπτομέρειες, να μας αναλύει ποσοστά, να μας παρουσιάζει πληροφορίες που ανέτρεπαν ή επιβεβαίωναν όσα είχαμε σχηματίσει στο μυαλό μας τόσα χρόνια. Σε ένα τραπέζι, ένας σκελετός σχεδόν άρτιος. Με εμφανή τα σημάδια της ριπής στο στήθος και της επιβεβαιωτικής σφαίρας στο κρανίο. Δίπλα, ένα βάζο με υπέροχα, άσπρα λουλούδια, μια φωτογραφία του παππού, ένα καντήλι κι ένα καπνιστήρι. Το ανάψαμε. Καπνίσαμε. Μια μυσταγωγία σε ένα σύμπαν, θαρρείς παράλληλο. Στο πλάι, κάποια προσωπικά αντικείμενά του, που το χώμα δεν κατάφερε να εξαφανίσει. Η θήκη της ταυτότητάς του, τα καλά του ρούχα και παπούτσια να επιβεβαιώνουν ότι ο παππούς είχε ετοιμαστεί για λογικές εξελίξεις και ανθρώπινες διαδικασίες. Αντί αυτού ένα πιστοποιητικό 40 χρόνια μετά που αναφέρει αιτία θανάτου τραύμα από σφαίρα στο στέρνο και στην αριστερή ωμοπλάτη. Κι αμέσως μετά οι σκέψεις, οι συλλογισμοί που κρύβονται επιμελώς στην έννοια Αγνοούμενος.

Άραγε πως ένιωσε εκείνες τις ώρες; Πρόλαβε να πονέσει; Κατάλαβε τι θα συνέβαινε; Ευτυχώς που τις τελευταίες του στιγμές τις πέρασε παρέα με τον φίλο του. Έμεινε και πέθανε στο χωριό του. Δεν θα άντεχε να ζήσει μακριά. Θα μαράζωνε, θα χανόταν κι αυτός όπως τη μάνα μας…

Αυτά και παρόμοια ακολούθησαν στην επιστροφή και στις συζητήσεις των παιδιών του. Μια ματιά στις φωτογραφίες που τράβηξαν όσοι πήγαν στο αεροδρόμιο από όσους δεν πήγαν. Έντονες περιγραφές, φορτισμένες με τόσο συναίσθημα. Πίκρα και πόνος. Νομίζω πως όλοι, ο καθένας με τις δικές του εμπειρίες και τα δικά του βιώματα, τότε βιώναμε ξανά την απώλεια. Τα παιδιά του που ξαφνικά τον έχασαν, τα εγγόνια του που τα πλείστα δεν τον έζησαν παρά μόνο μέσα από τις, αμέτρητες η αλήθεια, διηγήσεις των γονιών και θείων.

Και μετά από λίγες μέρες η κηδεία. Η προετοιμασία της, να ενώνει ξανά την οικογένεια. Να συντονιστούν, να συμφωνήσουν ημερομηνίες, να προλάβουν να έρθουν οι ξενιτεμένοι, να να να. Όλα όσα αρμόζουν. Μια υπογραφή από τον θείο Χαράλαμπο στον εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην ΔΕΑ για να μας τον παραδώσουν κι ένας επικήδειος. Να τον γράψεις, μου είπαν. Πως να χωρέσουν δυο και τρεις σελίδες μια ζωή που άλλοι έζησαν και που άλλοι δεν έζησαν; Τι να πεις και πώς να τα πεις;

Και πάλιν παιγνίδια της μοίρας. Την ώρα που έγραφα τον επικήδειο κτυπά το τηλέφωνό μου. Ο πρώην πρόεδρος της ΠΟΕΔ , κύριος Λοϊζος Γιάσουμας, σύζυγος της συγχωριανής μας Μάρως Δεληγιάνη, να μου λέει αστειευόμενος πως είναι έξω από το σπίτι μου αλλά εγώ δεν τον προσκαλώ μέσα για καφέ. Μόλις συνειδητοποιώ ότι βρίσκεται στο χωριό μας, έξω από το σπίτι μας, του ζητώ να φέρει λίγο χώμα για να ρίξουμε στον τάφο. Τόσα χρόνια μετά αλλά ο Θεός προνόησε να γίνουν τα έθιμά μας κατά πώς πρέπει. Λίγο από το χώμα όπου έζησε και μεγάλωσε ο παππούς, εκείνο το χώμα που τον κρατούσε τόσο καιρό, πεσόντα αγνοούμενο ήρθε για να ενωθεί με το ξένο χώμα της προσφυγιάς στην μετά 40 έτη ταφή του.

Και φτάνει η μέρα της κηδείας. Ένα κασελάκι, τυλιγμένο με τις σημαίες του κράτους και του έθνους μας συνοδεία εθνοφρουρών. Ένα κλειδί να παραδίδεται στη θεία μου, την πιο μικρή του κόρη, αυτήν που υπό κανονικές συνθήκες θα τον έβλεπε κάθε βράδυ πριν κλειδώσει τη δική της πόρτα, μιας και είχε χτίσει το σπίτι της στην αυλή του.

Αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα, δεν το περίμενα, αλλά το βίωσα. Όλα του τα παιδιά συμπεριφέρονταν λες και τον είχαν χάσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Και ήταν αληθινό. Έβλεπα τους γονείς μου, τις θείες και τους θείους μου να επιστρατεύουν δυνάμεις, να θρηνούν αλλά ταυτόχρονα να κλείνουν αυτόν τον τεράστιο κύκλο. Μια απουσία χρόνων που τυλιγόταν από ένα σύννεφο αβεβαιότητας και άγνοιας, άρχισε σιγά σιγά να ξεδιαλύνει και να γίνεται πια γεγονός τετελεσμένο. Ο παππούς Χρίστος και η γιαγιά Ρεβέκκα μαζί ξανά μετά από 40 χρόνια, με τον καφέ της παρηγοριάς να μετατρέπεται σε καφέ ηρεμίας. Ίσως να ισχύει και εδώ αυτό που λένε ότι μετά την καταιγίδα ακολουθεί νηνεμία.

Ευχή μου , να νιώσουν όλοι, όσοι ακόμη έχουν αγνοούμενους αυτό το κλείσιμο, αυτή την επί του τέλους ηρεμία…