Ιστορικό

Πληθυσμός

Παραδόσεις
Ο Φόνος του Μαύρου
Εκκλησίες - Ιερείς
Τοπωνύμια
Νομές Νερού
ΣΠΕ Πρόοδος
Πεσόντες
Δολοφονηθέντες
Αγνοούμενοι
Απόλλων
Αυγερινός
Ελιόμυλος
Ανακοινώσεις
Ποιήματα
Φωτογραφίες
Νιοχωρίτες επαγγελματίες
 

Ο φόνος του Μαύρου

Η ιστορία που καταγράφεται πιο κάτω δεν είναι ούτε θρύλος ούτε παράδοση. Είναι πραγματική και στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για το φόνο ενός Τουρκοκύπριου (Τ/Κ) κατοίκου του Νέου Χωρίου Κυθρέας που έγινε τον Ιούνιο του 1900. Ο Τ/Κ αυτός, ονόματι Καραχασάν, ελυμαίνετο κυριολεκτικά τη σοδειά των Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) κατοίκων του χωριού για πολλά χρόνια. Συγκεκριμένα, την εποχή του θερισμού γύριζε με τις φοράδες του και έκλεβε από τα αλώνια των χριστιανών Νιοχωριτών τα δεμάτια τους. Αν κάποιος παραπονιόταν τον έκαμνε μαύρο στο ξύλο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι έκλεβε και γάλα από βοσκούς. Θύμα του υπήρξε και ο Ττάττης, πατέρας του Κουτσόγιαννου.

Σε σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος οι προύχοντες του χωριού αποφασίσθηκε ότι έπρεπε να απαλλαγεί το χωριό από τον κλέφτη αυτόν. Αφού δεν έβρισκαν το δίκιο τους, πήραν το νόμο στα χέρια τους και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Στη σύσκεψη πήραν μέρος ο μουχτάρης του χωριού Κωστής Χατζηζαβρός, ο ιερέας Παπαχαράλαμπος, ο οποίος ήταν νυμφευμένος με την αδελφή του μουχτάρη και επήρε αναγιωτόν τον Πασπάλλαν γιατί δεν έκαμνε παιδιά. Επίσης ο Χατζηαθανάσης, που ήταν πατέρας της Χατζούας, του Κωστή, του Γιωρκή, του Ντορζή, της μάνας του Τσιάρρη, της Χατζηαντωνούς που το Τραχώνι, της Παρπούς κ.ά. Ακόμη στη σύσκεψη παρευρίσκετο και κάποιος από την οικογένεια των Κοκονήδων. Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Παπαχαράλαμπου πού ήταν στο σπίτι του Λέβα.

Σχέδιο δράσης – ομάδα εκτελεστών

Την ημέρα που αποφασίσθηκε να τον ξεκάνουν, ήξεραν ότι θα πήγαινε σε κάποιο χωράφι στα Λακκοβούναρα, που ανήκε στην οικογένεια των Χαϊραπέτηδων, όπου εκείνη την μέρα θέρισαν. Η μορφολογία του εδάφους ήταν τέτοια που προσφερόταν για να του στήσουν παγίδα. Συγκεκριμένα επρόκειτο να περάσει από στενό πέρασμα που στη μια μεριά είχε βουνό και στην άλλη δάσος όπου μπορούσαν να κρυφτούν. Την ομάδα που θα σκότωναν τον Καραχασάν, επονομαζόμενο Μαύρο, αποτελούσαν ο Γιώρκος ο Ματσουκάρης, ο οποίος κυριολεκτικά επλούμισε την ματσούκα του με καρφιά, εξ ου και το όνομα Ματσουκάρης, ο Κυριάκος ο Μούζουρος, που ήταν και ο πιο μεγάλος σε ηλικία, 32 χρονών, ο Γιάννος του Στεφανή που ήταν αρραβωνιασμένος με την αδελφή του μουχτάρη, και ο Μίχαλος του Κίρκα, πρώτος ξάδελφος του Μούζουρου. Με εξαίρεση το Γιάννο του Στεφανή οι άλλοι τρεις ήταν ελεύθεροι. O Καραχασάν φόρτωσε δυο φοράδες με δεμάτια και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στο στενό πέρασμα, αφού πέρασε η πρώτη φοράδα, ο Μούζουρος πετάχτηκε και άρπαξε από το χαλινάρι τη δεύτερη φοράδα και σταμάτησε. Ο Καραχασάν φώναξε : «Ποιος είναι» , κάτι του είπε ο Μούζουρος, που ήξερε άπταιστα τουρκικά, και αμέσως ο Ματσουκάρης τον κτύπησε με τη ματσούκα του στο κεφάλι. Άρχισαν να τον κτυπούν όλοι με ματσούκες, εκτός από το Γιάννο. Αφού τον άφησαν αναίσθητο, με την εντύπωση ότι τον σκότωσαν φώναξαν τον Γιάννο και του είπαν : «Γιάννο, πρέπει να δώσεις και εσύ έστω τζιαι μια ττοππουζιά, πιθανόν αύριο να είσαι μάρτυρας».

Ενημέρωση προυχόντων – αποτέλειωμα «Μαύρου»

Μετά γύρισαν πίσω και πήγαν στη σύσκεψη των προυχόντων, οι οποίοι τους ρώτησαν τι έγινε. Η απάντηση ήταν : «Ελύσαμεν την κκελλέ του». Ο Κωστής ο Χατζηαζαβρός τους ρώτησε: « Εκόψετε την τζιεφαλήν του;». Του είπαν ότι δεν του την έκοψαν, γι΄ αυτό τους προέτρεψε να πάνε πίσω και να του την κόψουν, γιατί μετά που θα γιάνει θα σας κυνηγήσει και θα σας κρεμάσει και τους τέσσερις, τους είπε. Ο Ματσουκάρης είπε ότι που το πολλύ ξύλο που του έδωκεν τα σιέρκα του δεν μπορούσαν να πκιάσουν, ο Γιάννος αρνήθηκε να πάει, λέγοντας : «μα εμένα εν τζιαι είδεν με ». Τελικά πήγε ο Μούζουρος και ο Μίχαλος, εξοπλισμένοι με μαχαίρια. Πήγαν εκεί που τον άφησαν αναίσθητο και δεν τον βρήκαν. Ο Μούζουρος, που ήξερε καλά τούρκικα φώναξε : «Ρε, καρτάς», όπότε ακούστηκε μια φωνή να του λέει: «Έλα ποδά », γιατί νόμισε ότι ήταν τα αδέλφια του που τον έψαχναν. Τον βρήκε σε απόσταση τριών σκαλών περίπου να κάμνει την ανάγκη του, όπως έλεγε η κόρη του Μούζουρου, Μαρίτσα Τσιάρτα. Ο Μούζουρος τον πλησίασε και του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και μετά τον σκότωσε με το μαχαίρι του. Όταν γύρισαν πίσω στη σύσκεψη, ο Μούζουρος τους είπεν ότι του έκοψεν την τζιεφαλή του. Ο Μούζουρος έβγαλε τα ρούχα του που ήταν ολομάτζιελλα και τα έθαψαν σε ένα χωράφι.

Έρευνες από την Αστυνομία

Την επομένη όταν βρήκαν το σκοτωμένο, ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία ρώτησε τα αδέλφια του «Μαύρου», αν έχουν υποψίες για τους δράστες. Η απάντηση ήταν ότι, δεδομένου ότι ο αδελφός τους ήταν γεροδεμένος, οπωσδήποτε στον καβγά που προηγήθηκε κάποιο σημάδι, μώλωπα, θα άφησε στους δράστες. Οπότε μάζεψαν όλους τους άντρες στον τούρκικο καφενέ του Τσιακλαγιά, τους γύμνωσαν και τους εξέταζαν τρεις γιατροί - Ελληνας, Τούρκος και Άγγλος - για να βρουν σημάδια στο κορμί τους. Ο Μούζουρος, όταν τον γύμνωσαν και τον ξάπλωσαν για εξέταση, άρχισε να τρέμει και έχασε τη λαλιά του. Οι γιατροί είπαν ότι ο άνθρωπος αυτός έχει μαλάρια και του έδωσαν κινίνο για να γιάνει.

Σύλληψη υπόπτων

Τελικά η Αστυνομία συνέλαβε ως υπόπτους έξι άτομα : τον Παπαχαράλαμπο, τον Χατζηαθανάση, τον Κωστή του Χατζηζαβρού, έναν από τους Κοκονήδες και ακόμη δυο άτομα. Προσήχθηκαν στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε διάταγμα κράτησης ενός μηνός για διευκόλυνση των ανακρίσεων. Το διάταγμα αυτό ανανεωνόταν κάθε μήνα μέχρι που έφτασε ο Νιόβρης, όπότε ο δικηγόρος των υπόπτων διαμαρτυρήθηκε στο δικαστήριο καλώντας το είτε να προχωρήσει στην απαγγελία κατηγοριών είτε να αφήσει ελεύθερους τους υπόπτους. Υποστήριξε μάλιστα στο δικαστήριο ότι επειδή όλοι ήταν γεωργοί και ήταν εποχή για τη σπορά έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι, αφού άλλωστε δεν υπήρχε εναντίον τους μαρτυρία, πράγμα που τελικά έγινε. Αφού αφέθηκαν ελεύθεροι ο Κωστής του Χατζηζαβρού είπε σε όσους ήξεραν για το φονικό ότι για 15 χρόνια έπρεπε να «κλειδώσουν» το στόμα τους και να κρατήσουν το μυστικό, πράγμα που έγινε. Ο Ματσουκάρης, που ήταν βοσκός, τα καλοκαίρια, που κοιμούνταν με τα κοπάδια στον κάμπο, δεν κοιμόταν κοντά στο κοπάδι του, αλλά σε απόσταση από αυτό. Για το Μούζουρο, η κόρη του, Μαρίτσα Τσιάρτα, είπε ότι ένα βράδυ μετά από χρόνια, ενώ κοιμόταν στην τάβλα, έξω στην αυλή του σπιτιού, δυο Τούρκοι πλησίασαν το σπίτι του με σκοπό να τον σκοτώσουν. Τους αντιλήφθηκε όμως ένας γείτονάς του Τούρκος, ο Χασάν εφέντης, με αποτέλεσμα να φύγουν. Ο Χασάν εφέντης του το είπε την επομένη και από τότε δεν ξανακοιμήθηκε στην αυλή. Ο φόνος του «Μαύρου» έδωσε άλλον αέρα στους Έλληνες κατοίκους του χωριού, οι οποίοι σε μεγάλο γενικό καβγά που επακολούθησε – χρονικά δεν ξέρουμε πότε- επιβλήθηκαν τρόπον τινά στους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι προηγουμένως είχαν το πάνω χέρι.

Η οικογένεια του Καραχασάν

Ο Καραχασάν είχε ακόμη δυο αδέλφια, τον Καραμεμμέτ και ακόμη έναν, αλλά δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε το όνομά του. Πατέρας τους ήταν ο Καραχουσεΐν. Η λέξη «καρά» στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, μελαμψός, πράγμα που υποδηλοί ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ μελαχρινοί. Μετά το φόνο του Καραχασάν, τα δυο αδέλφια και ο πατέρας τους εγκατέλειψαν το Νιόχωρκο και εγκαταστάθηκαν στη Λευκωσία, σύμφωνα με το Βαρνάβα Μαϊμάρη. Σύμφωνα με την κα Βασιλική Ματσουκάρη έφυγαν όχι μόνο από το χωριό, αλλά και από την Κύπρο. Το γεγονός όμως ότι ο Μαϊμάρης γνώρισε τον Καραμεμμέτ το 1935 συνηγορεί στην εκδοχή του Μαϊμάρη Τον Καραμεμμέτ γνώρισε γύρω στο 1935 στο παντοπωλείο της Λευκωσίας ο Βαρνάβας Μαϊμάρης, από το Τραχώνι, νυμφευμένος με την Κωνσταντίνα Τσιάρτα, εγγονή του Μούζουρου. Σύμφωνα με τον κ. Μαΐμάρη, ο Καραμεμμέτ, αν και γνώριζε ότι οι συγχωριανοί του σκότωσαν τον αδελφό του, εντούτοις τους βοηθούσε στο παντοπωλείο στην φορτοεκφόρτωση γεωργικών προϊόντων (κουκιά, κραμπιά, πεπόνια, ζαρζαβατικά). Συγκεκριμένα, το 1935 ο Κυριάκος Ματσουκάρης, γιος του Γιώρκου του Ματσουκάρη, που πήρε μέρος στο φόνο του «Μαύρου», πήρε πεπόνια στο παντοπωλείο. Ο Τούρκος μπακάλης που τα αγόρασε τον έκλεψε στο ζύγισμα. Ο Ματσουκάρης το αντιλήφθηκε και ακολούθησε καβγάς. Ο Τούρκος γύρεψε να βκει τζιαι που πάνω, οπότε ο Κυριάκος ο Ματσουκάρης αρπάσσει μια μανιβέλλα τζιαί έβαλεν τον του βούρου. Στον καβγά παρενέβη ο Καραμεμμέτης, ο οποίος είπε στον μπακάλη: « Με το χωρκανό μου να μεν τα βάλλεις. Εμέναν ο αρφός μου έτρωεν ένα χωρκόν τζιαι ο τζιύρης του έφαν τον. Μεν τα βάλλεις μαζί του, τζι έν ιβκάλλεις πάσιη ». Δηλ. υποστήριξεν τον Κυριάκο.


Πηγή : Βαρνάβας Μαϊμάρης, από το Τραχώνι, νυμφευμένος με την Κωνσταντίνα Τσιάρτα, εγγονή του Κυριάκου Μούζουρου, γεννηθείς στις 10 Δεκεμβρίου 1917. Τα πιο πάνω μου τα αφηγήθηκε ο Βαρνάβας Μαϊμάρης στις 17 Μαΐου 2006. Την πιο πάνω ιστορία του την διηγήθηκε ο πρωταγωνιστής της όλης υπόθεσης Κυριάκος Μούζουρος.

Χρίστος Λαμπρίας Ιούλιος 2006