Ιστορικό

Πληθυσμός

Παραδόσεις
Ο Φόνος του Μαύρου
Εκκλησίες - Ιερείς
Τοπωνύμια
Νομές Νερού
ΣΠΕ Πρόοδος
Πεσόντες
Δολοφονηθέντες
Αγνοούμενοι
Απόλλων
Αυγερινός
Ελιόμυλος
Ανακοινώσεις
Ποιήματα
Φωτογραφίες
Νιοχωρίτες επαγγελματίες
 
Ανακοινώσεις

Επικήδειος λόγος του Λουκά Κυριάκου στην κηδεία του αγνοούμενου παππού του
Κυριάκου Μένοικου στον ιερό ναό αγίας Βαρβάρας στην Αγλαντζιά στις 3 Σεπτεμβρίου 2015

Σεβαστό ιερατείο,
Κύριε εκπρόσωπε της κυβέρνησης,
‘Εντιμοι κ. βουλευτές και εκπρόσωποι των κομμάτων,
Αξιότιμοι κ. Δήμαρχοι και κοινοτάρχες,
Φίλοι πρόεδροι και εκπρόσωποι άλλων οργανωμένων συνόλων,
Αγαπητοί συγχωριανοί, φίλοι, κυρίες και κύριοι,

Όταν πριν από τέσσερα περίπου χρόνια ο μαθητής μου Νικόλας αποχαιρετούσε τον αγνοούμενο παππού του, αλλά και όταν πριν τρεις μήνες η αγαπητή φίλη, συνάδελφος και συγχωριανή Ρέα αποχαιρετούσε το δικό της αγνοούμενο παππού, δεν φανταζόμουν ότι κάποτε θα αναλάμβανα το βάρος του αποχαιρετισμού του δικού μου παππού.

Πολυαγαπημένε μου παππού… 40 χρόνια περίμενα να πω αυτή τη λέξη. Είναι αλήθεια πως τα περισσότερά σου εγγόνια δεν είχαν την τύχη να αγκαλιάσουν και να φωνάξουν «παππού». Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός συχνά με έπαιρνε το παράπονο. Γιατί να μην έχω κι εγώ κοντά μου ένα παππού; Χρειάστηκε παππού να μεγαλώσω για να καταλάβω πόσο εγωιστής ήμουνα. Γιατί όση χαρά νιώθουν τα εγγονάκια, άλλη τόση, ίσως και περισσότερη, νιώθουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Κι εσύ παππού δεν πρόλαβες να χαρείς!

Παππού, δεν θα μιλήσω με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Δεν αρμόζουν σε κανένα μέλος της οικογένειάς μας και προπαντός δεν αρμόζουν σε σένα. Όλοι γνώριζαν πως ο Μένοικος ήταν ευέξαπτος, «έπαιρνεν πολλά εύκολα», μα όλοι γνώριζαν επίσης πως αυτό διαρκούσε πολύ λίγο. Κι ύστερα ψυχή μάλαμα. Κι αυτό παππού, γιατί ήσουν πάντα αληθινός. «Μια λάμψη ο άνθρωπος, κι αν είδες είδες», λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Κι εσύ ήσουν μια λάμψη ανθρωπιάς, λάμψη γενναιοδωρίας, λάμψη τιμιότητας, λάμψη μεγαλοψυχίας, λάμψη αλληλοβοήθειας και αγάπης. Όλα όσα μας άφησες κληρονομιά.

Γεννήθηκες φτωχός στις 2 Νοεμβρίου 1924. Από μικρός στη δουλειά, στον αγώνα της ζωής. Έχοντας αργότερα δίπλα σου συμπαραστάτη και συνοδηγό τη γυναίκα σου Λουκία, εργάστηκες σκληρά, πρώτα ως επιπλοποιός, αργότερα ανοίγοντας μια μικρή ταβέρνα και στη συνέχεια με πολύ κόπο, μεράκι, μεθοδικότητα και δουλεύοντας αμέτρητες ώρες, δημιούργησες το δικό σου μπακάλικο στο χωριό. Κι έγινες γνωστός στα χωριά της περιοχής για την ποικιλία, την ποιότητα σε ό,τι πουλούσες, μα πάνω από όλα για την καλοσύνη και τιμιότητά σου. «Βαρούσε η οκά του Μένοικου», έλεγαν όσοι ψώνιζαν από κοντά σου. Δεν είναι τυχαίο παππού που όταν έλεγα ότι είμαι «άγγονας του Μένοικου» αμέσως όλοι καταλάβαιναν τίνος γιος είμαι. Ενώ στα μάτια τους έβλεπα τη λάμψη που σε χαρακτήριζε.

Και συνέχισες να δουλεύεις σκληρά με μοναδικό σκοπό, όπως και κάθε καλός οικογενειάρχης και πατέρας, να αποκαταστήσεις και να μορφώσεις τα παιδιά σου. Έλεγες συχνά της γιαγιάς: «Να δουλέψουμε τωρά που μπορούμε για να σάσουμε τα παιδκιά μας τζιαι μετά θα γυρίσουμε τον κόσμον ούλλον». Το γλέντι, η διασκέδαση και ο χορός ήταν κάτι που επίσης σε χαρακτήριζε ξεφεύγοντας έτσι λίγο από τις σκοτούρες και την κούραση της δουλειάς.

Κι έφτασε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του ΄74. Το καλοκαίρι που έγινε χειμώνας δίχως τέλος. Με τους δύο σου γιους κληρωτούς στρατιώτες σε μονάδα του πυροβολικού, η αγωνία σου κτυπούσε κόκκινο. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η απόφασή σου, στις 14 Αυγούστου του ΄74, να οδηγήσεις την οικογένειά σου στο χωριό Άσσια αντί στο Επισκοπειό. Ήθελες να βρίσκεσαι κοντά στον μεγαλύτερο γιο σου Μιχάλη που βρισκόταν τότε στο χωριό Βώνη. Αγωνιούσες πολύ για την τύχη τους. Ευτυχώς η Αγία Βαρβάρα, προστάτιδα του πυροβολικού, φρόντισε γι αυτούς.

Στις 21 Αυγούστου όλη η υπόλοιπη οικογένεια συνελήφθηκε από τον Τούρκικο στρατό. Εσύ και ο πατέρας μου οδηγηθήκατε με φορτηγό στο γκαράζ Παυλίδη. Εκεί είδες με αγωνία να κατεβάζουν τον γαμπρό σου από το φορτηγό κι αυτός να σε χαιρετά βέβαιος πως εσάς οι Τούρκοι θα σας ελευθέρωναν, αλλά αβέβαιος για το δικό του μέλλον. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος της οικογένειάς μας σε έβλεπε ζωντανό. Η συνέχεια… δολοφονία εν ψυχρώ… Κι όμως, ήσουν τόσο αγαπητός στους Τουρκοκύπριους που σε γνώριζαν. Τελευταία διάβασα ένα γνωμικό: «Ξέχασε τι σε έχει πληγώσει, αλλά μην ξεχνάς αυτό που σου έχει διδάξει». Και τα γεγονότα εκείνο το καλοκαίρι, η προδοσία, ο πόλεμος, το μίσος, η καταστροφή, μας έχουν διδάξει πολλά.

Η οικογένειά σου παππού επανασυνδέθηκε στις 18 Οκτωβρίου ’74, ημέρα της ονομαστικής μου γιορτής, με την επιστροφή του πατέρα μου από την Τουρκία. Τα χρόνια που ακολούθησαν φτωχικά και δύσκολα, και που γίνονταν ακόμη δυσκολότερα με την απουσία σου.

Ο λαϊκός μας ποιητής Παύλος Λιασίδης λέει: «Καλότυχοι που της ζωής το φώς θωρούν πριν φύουν». Δυστυχώς δεν καλοτύχισες παππού μου. Μεγάλωσες τα παιδιά σου με αξιοπρέπεια και θυσίες, όμως δεν πρόλαβες να τα δεις να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Έφυγες γρήγορα, παππού.

Σαράντα χρόνια αργότερα μπορείς να αναπαυθείς εν ειρήνη. Τα αδέρφια σου, Μαρίτσα και Αντρέας είναι εδώ. Όλα τα παιδιά σου, η Αγγελική, η Χρυστάλλα, ο Μιχάλης και ο Αντρέας, είναι εδώ αποκατεστημένα και καταξιωμένα ο καθένας με το δικό του τρόπο. Εδώ είναι και οι σύζυγοί τους, Πάμπος, Ντίνος, Έλενα και Ηλέκτρα για να σε αποχαιρετήσουν. Εδώ βρισκόμαστε και εμείς τα εγγόνια σου: ο Κυριάκος και εγώ ο Λούκας, ο Παναγιώτης και ο Λούκας, η Φαίη και ο Κούλλης, η Παναγιώτα και ο Κυριάκος. Δύο από αυτά φέρουν, παππού, το ονοματεπώνυμό σου. Εδώ βρίσκονται και οι σύζυγοί μας: Νάνσυ, Νάγια και Κωνσταντίνος. Εδώ παππού, βρίσκονται και τα έξι δισέγγονά σου: Δήμητρα και Χαράλαμπος, Μαρία, Αγγελική και Ναταλία και ο μικρός Στυλιανός.

Εδώ βρίσκεται και η σύζυγος σου, η Λουλού, που παρά τις πολλές δυσκολίες κατάφερε να φέρει εις πέρας ό,τι ξεκινήσατε μαζί πριν από 66 χρόνια. Βράχος σταθερός, υπερήφανος, υπέμενε και ανέμενε…

Αγαπημένε μας παππού, σε αποχαιρετάμε με μια τελευταία επιθυμία, όπως ακριβώς αποχαιρέτησε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην τελευταία στροφή του ποιήματός του το νεκρό γιο του:

«Και στο σπίτι τ΄ άραχνο γυρνώντας!
Ω ακριβέ μας!!...
Γίνε αεροφύσημα
Και γλυκοφίλησέ μας…»
Καλή ξεκούραση παππού…
Εις το επανιδείν…
Αιωνία σου η μνήμη.