Ιστορικό

Πληθυσμός

Παραδόσεις
Ο Φόνος του Μαύρου
Εκκλησίες - Ιερείς
Τοπωνύμια
Νομές Νερού
ΣΠΕ Πρόοδος
Πεσόντες
Δολοφονηθέντες
Αγνοούμενοι
Απόλλων
Αυγερινός
Ελιόμυλος
Ανακοινώσεις
Ποιήματα
Φωτογραφίες
Νιοχωρίτες επαγγελματίες
 
Ανακοινώσεις

Επικήδειος λόγος της κ. Ρεβέκκας Νικολαϊδου Πιερή στην κηδεία του αγνοούμενου παππού της Χρίστου Κούννου από τον ιερό ναό Αγίου Χαραλάμπους Νέου Χωρίου Κυθρέας στην Αγλαντζιά στις 18 Ιουνίου 2014

Για τον παππού μου Χρίστο Κούννο

Αυτά που θα ακούσετε είναι στη βάση τους οι σκέψεις και τα συναισθήματα όλων των εγγονιών. Και παρόλο που μιλώ σε προσωπικό επίπεδο, στην ουσία εκφράζω όλους μας. Εκ μέρους, λοιπόν, όλων, θα μιλήσω και θα αναφερθώ σ΄ αυτά που όλοι κρύβουμε μέσα μας, οι μεγαλύτεροι από την ημέρα της εισβολής και οι μικρότεροι από την ημέρα που γεννήθηκαν.

Σας ζητώ εκ των προτέρων να με συγχωρέσετε αν μιλήσω λίγο παρά πάνω. Έχω προσπαθήσει πολύ να περιορίσω αυτά που θα έλεγα, αλλά φανταστείτε ότι είναι όσα θα ήθελα να πω στον παππού μου 40 χρόνια τώρα. Είναι η πρώτη και η τελευταία ευκαιρία που έχω να του μιλήσω και να τον έχω μπροστά μου.

ΠΑΠΠΟΥ,

Eίναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που συνειδητά εκφέρω αυτή τη λέξη και την απευθύνω στον, πραγματικά, δικαιούχο της.

Δε σε έζησα παππού. Δε με άφησαν. Μωρό, ακόμα, καλά-καλά, δεν περπατούσα, δε μιλούσα, στην αγκαλιά της μάνας μου σε αποχωρίστηκα βίαια. Δεν είχα βιώματα μαζί σου, δεν έχω μνήμες από σένα. Με ενοχλούσε πολύ, τα πρώτα χρόνια. Ήθελα σαν παιδί να έχω στο μυαλό μου έναν παππού. Είχα το δικαίωμα σαν κάθε παιδί να έχω ΕΣΤΩ και στο μυαλό μου έναν παππού. Προσπάθησα, μέσα από τις διηγήσεις της μάνας μου να διαμορφώσω μια εικόνα για σένα, για το χαρακτήρα σου, για τη φυσιογνωμία σου. Δυσκολευόμουνα στ΄ αλήθεια.

Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να το πετύχω. Έφτασα να το καταφέρω, μαθήτρια στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου όταν έπεσε στα χέρια μου αυτό που έμελλε να γίνει το αγαπημένο μου βιβλίο: «Η Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη. Για καταστροφές στη Μικρα Ασία, μιλούσε το βιβλίο, για πατρίδες που χάθηκαν το 1922, για συνέπειες που έχουμε και εμείς πια, συνηθίσει να τις ζούμε λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Λες και μπορείς να δεχτείς τον πόλεμο, να ξεχάσεις τους νεκρούς, να πάψεις να αναζητάς τους αγνοούμενους, να σταματήσεις τους εφιάλτες το βράδυ, να συνεχίσεις ατάραχος τη ζωή σου.

Κι όμως εκεί μέσα, σε εκείνες τις σελίδες, μέσα από τις περιγραφές του παππού των παιδιών, ένιωθα πως ο Βενέζης περιέγραφε ΕΣΕΝΑ το δικό μου παππού. Ήταν τόσο ίδια αυτά που έγραφε με αυτά που διηγιόταν η μάνα μου που ξαφνικά ένιωθα να σε ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου…

Έναν άντρα λεβέντη, δυναμικό, δουλευταρά που αγαπούσε τη γη του, τα χωράφια, τα δέντρα και τα ζωντανά του. Έναν γαιοκτήμονα που κρατούσε δεμένη κοντά του όλη του την οικογένεια, αγαπημένη. Μια αγάπη και ένα δέσιμο που τη χαρακτήριζε και τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα.

Έναν άντρα που στήριζε και βοηθούσε όσους είχαν την ανάγκη του. Που τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν όλοι όσοι τον γνώριζαν. Ήμουν σίγουρη πια πως είχα βρεί τον παππού που έψαχνα.

Και εκεί στο τέλος του βιβλίου ήρθε η διαφορά. Εκείνος ο παππούς αποφασίζει να φύγει. Ανοίγει τον κόρφο του και κρύβει μέσα του τη γη του, να την αγκαλιάζει στον ξένο τόπο που θα πάει πρόσφυγας. Εσύ, όμως, παππού, αρνήθηκες να φύγεις. Προφανώς το πρόσφυγας δε σου ταίριαζε. Αποφάσισες να μείνεις στο σπίτι σου, στην αυλή σου. Και έτσι άνοιξε η γη σου τον κόρφο της και σε αγκάλιασε, και σε κράτησε κοντά της.

Έλεγες να μείνεις μέχρι να τελειώσει το κακό. Αλλά το κακό δε θα είχε τέλος ούτε για σένα ούτε για μας. Το μόνο τέλος που ήρθε ήταν το τέλος της ζωής σου. Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία δεν σε άφησαν να ζήσεις. Δεν ήσουν ΚΑΝ στρατεύσιμος, δεν απειλούσες κανέναν, δεν κινδύνευε κανένας εξαιτίας σου. Ένας εξηνταπεντάρης φιλήσυχος, άνθρωπος στο σπίτι σου ήσουνα. Δεν τους ένοιαξε. Δεν είχαν τέτοιες ευαισθησίες. Θα μου πεις, ήταν πόλεμος.

Για μας τους απλούς της γης όμως, για σένα που έχασες τη ζωή σου δεν είναι και τόσο απλή και αποδεκτή η δικαιολογία αυτή. Γιατί εσένα, παππού, δεν σε άφησαν να ζήσεις κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια σου όπως είναι το φυσιολογικό για κάθε άνθρωπο τέτοιας ηλικίας. Δε σε άφησαν να δείς τους έξι σου γιούς και τις δυο σου κόρες να φροντίζουν και να μεγαλώνουν τις οικογένειές τους. Δεν σε άφησαν να ζήσεις να χαρείς τους έξι Χρίστους, τις δυο Χριστίνες και όλα τα υπόλοιπα σου εγγόνια και δισέγγονα.

Σε γράψανε τα παιδιά σου στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων, για την ακρίβεια των πεσόντων αγνοουμένων. Έννοιες άγνωστες για όλους μέχρι το καλοκαίρι του ΄74, έννοιες που έμελλε να μας συνοδεύουν για πάντα από τότε. Και φτάνουμε σήμερα, 40 χρόνια μετά, να μας καλούν από το τηλέφωνο και να μας ανακοινώνουν άλλη μια άγνωστη μέχρι προ τινος ορολογία: Ταυτοποπίηση οστών μετά από έλεγχο DNA. Και να ’μαστε σήμερα, εδώ , 40 χρόνια μετά, να τελούμε την κηδεία σου, στον ξένο τόπο και να σε θάβουμε πρόσφυγα.

Ίσως για να μοιάζει και η δική σου κατακλείδα με αυτήν του βιβλίου, φέραμε κι εμείς λίγο χώμα από τη γη σου, να το σκορπίσουμε στον τάφο σου, να το νιώθεις για πάντα. Να νιώθεις κοντά στο Νιόχωρκο, έστω και αν δεν είσαι εκεί. Και εσύ και η γιαγιά μας, που δίπλα της θα είσαι τώρα και υλικά. Γιατί είμαι σίγουρη πως πνευματικά είστε χρόνια μαζί. Από το Φεβρουάριο του ΄78 που έφυγε η αγαπημένη σου Ρεβέκκα, από τον καημό το δικό σου και της προσφυγιάς, οι ψυχές σας σίγουρα έχουν σμίξει. Παρηγορήσου, λοιπόν, παππού και αναπαυθείτε και οι δυο ήρεμοι, ενωμένοι, σαν παλιά. Είμαι σίγουρη πως ο Θεός έχει φροντίσει για σας.

Αιωνία σου η μνήμη, ΠΑΠΠΟΥ!