Ιστορικό

Πληθυσμός

Παραδόσεις
Ο Φόνος του Μαύρου
Εκκλησίες - Ιερείς
Τοπωνύμια
Νομές Νερού
ΣΠΕ Πρόοδος
Πεσόντες
Δολοφονηθέντες
Αγνοούμενοι
Απόλλων
Αυγερινός
Ελιόμυλος
Ανακοινώσεις
Ποιήματα
Φωτογραφίες
Νιοχωρίτες επαγγελματίες
 
Ανακοινώσεις

Περιδιάβαση στο Νέο Χωριό Κυθρέας – στην όαση της Μεσαορίας
17/12/2009

Στο ντελίριο ενθουσιασμού που ακολούθησε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων του Απρίλη του 2003, κόπασε κάπως ανώμαλα για μένα.

Αφού η αγαπημένη μου πόλη, η Αμμόχωστος, η πόλη που γεννήθηκα, αναγιώθηκα και ανδρώθηκα αποτελεί ανεκπλήρωτο όνειρο και πόθο για μένα όπως και για τους περισσότερους της κατοίκους, αποφάσισα να επισκεφτώ τη γενέτειρα του πατέρα μου, το όμορφο Νέο Χωριό Κυθρέας, εκεί που έζησα κατά την διάρκεια των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων πολύ όμορφες στιγμές.

Διασχίζω την Μεσαορία με το αυτοκίνητο μου και αναπολώ τα χρόνια της αθωότητας, φέρνω στη θύμηση μου γεγονότα που είχα καταχωνιάσει στο υποσυνείδητο του μυαλού μου, γιατί ίσως δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να τα ξαναζήσω. Η ιδιαιτερότητα του Νέου Χωριού, έγκειται στο γεγονός ότι τα πλούσια νερά του κεφαλόβρυσου της Κυθρέας, διέσχιζαν το χωριό από πολλές μεριές, καθιστώντας το μια πραγματική όαση στη Μεσαορία, πλούσια βλάστηση περιέβαλε όλο το χωριό και στο εύφορο έδαφος του παρήγαγε, τα τεράστια σα πανέρι κραμπιά, λουβιά, κουκιά κολοκύθια και πολλά άλλα είδη λαχανικών, από τα νοστιμότερα που μπορούσε κάποιος να δοκιμάσει. Παρολαταύτα κύριο προϊόν παρέμενε η ελιά και το λάδι.

Εκατοντάδες ελαιόδεντρα πολλά από αιωνόβια φυτεμένα από τους πρόγονους μας, ποτισμένα με τον ιδρώτα τους και περιποιημένα με μόχθο ευρίσκοντο μέσα, και γύρω από το χωριό.

Θυμάμαι μαθητής του Δημοτικού ακόμη, να μαζεύονται από τα αυλάκια μαζί με τα ξαδέρφια μου καβούρια του γλυκού νερού και να τα τρώμε τηγανίζοντας τα με αλεύρι. Θυμάμαι ακόμη τα τεράστια «σπιθκιάσιμα» σιταρένα ψωμιά που έφτιαχναν οι θείες μου, Κονηλού, Ειρηνιά, Χαρίτα και Ελένη, φέρνω στη μνήμη μου τα μακαρόνια της θείας Κουκλούς που έφτιαχνε μόνη της και που τα έβραζε στο ζουμί της όρνιθας, το τραχανά της που έψηνε στο «χαρτζή» και που μας άρεσε να τον τρώμε ζεστό.

Τι να πρωτοθυμηθώ, τα μποστάνια με τα άνυδρα καρπούζια και πεπόνια, τα σύκα, ποιος ξέρει σήμερα την γεύση των βαβάτσινών και ζίζιφων;

Η μεγαλύτερη μου ευτυχία να καλπάζω στον κάμπο καβαλάρης στο γαϊδούρι που μου παραχωρούσε η καλοσυνάτη θεία Ειρηνιά, πολλές φορές κρυφά από το θείο Κυριάκο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει. Να τρέχουμε μέσα στο λιοπύρι του Αυγούστου, τα περδίκια στα χωράφια του Παλαικύθρου μέχρι να τα κουράσουμε και να τα αιχμαλωτίσουμε, εγώ πάντα καβαλάρης και οι άλλοι πεζοί.

Ξαφνικά αρχίζω να γελώ μόνος μου, θυμήθηκα όταν σε μια εξόρμηση στο αλακάτι της θείας Ειρηνιάς, συνοδευόμενος από τον αδερφό μου Άντρο, τα ξαδέλφια μου Χρίστο και Σωτήρη με το γαϊδούρι φυσικά, καβαλαρία όλοι μας, το γαϊδούρι να αφηνιάζει και παρά τις απέλπιδες μου προσπάθειες να μην μπορώ να τα συγκρατήσω, μας οδηγεί κατευθείαν μέσα σε μια πυκνόφυλλη συκιά. Εγώ πιο προνοητικός πηδάω για να γλυτώσω, οι υπόλοιποι βρίσκονται σφηνωμένος μέσα στα κλαδιά της συκιάς, ο δε Σωτήρης είναι πιασμένος από το ένα πόδι και κρέμεται με το κεφάλι κάτω σαν το «κνιζή» του σταφυλιού.

Ξάδερφε Σωτήρη δέξου έστω και καθυστερημένα τη συγνώμη μου. Όχι γι’ αυτό το περιστατικό αλλά το άλλο με το νεροκόλοκο που χρησιμοποιούσα τότε σαν παγούρι, το οποίο έσπασα εγώ κατά λάθος, και βρήκες εσύ το μπελά σου.

Νιώθω επίσης την ανάγκη ν’ απολογηθώ σ’ όλους μου τους συγγενείς για τυχόν λάθη, απροσεξίες και παραλείψεις μου και λυπάμαι αν ποτέ τους πίκρανα με την απερισκεψία της νιότης. Παρολίγο να ξεχάσω τις όμορφες νύκτες του καλοκαιριού που κοιμόμουν στην αυλή του σπιτιού του θείου Αντρέα και της θείας Ελένης κάτω από τον έναστρο ουρανό με νανούρισμα τη συγχορδία των ζίζιρων.

Πώς να ξεχάσω τον ξάδερφο Σταύρο, τον άριστο σκοπευτή με το αεροβόλο που κυνηγούσαμε τις «τζίκλες» τα βράδια με το αεροβόλο.

Αγαπημένε ξάδερφε Πάνο, αξίζεις την αγάπη και την εκτίμηση που τρέφω προς εσένα, αφού σαν συνομήλικος μου, ανεκτικές τις παιδικές μου ιδιοτροπίες και καπρίτσια. Θυμάμαι να κυνηγούμε τις σφήκες μαζί και να τις ανταλάσουμε στο καφενείο του χωριού με «κουφέτες» της αφρόζας, 12 σφήκες, 2 «κουφέτες» και ναι με τόσα λίγα είμαστε ευτυχισμένοι.

Επιτέλους φτάνω στο Τραχώνι, εδώ που κάποτε υπήρχε και η στάση του τρένου. Στρίβω δεξιά και σε λιγότερο από 1 χιλιόμετρο θα συναντήσω το αγαπημένο μου χωριό, η ταμπέλα γράφει στα τούρκικα «MINARELIKIOGIOY» ας είναι. Στο έμπα του χωριού το σπίτι της θείας Κουκλούς, με τις τόσες αναμνήσεις, θα ήθελα πολύ να το επισκεφθώ, όμως δεν βλέπω κανένα τριγύρω και δεν το αποτολμώ απέναντι σχεδόν ο νερόμυλος που κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα εγκαταλελειμμένος και μισοκαταστρεμένος, κρίμα.

Πιο κάτω το σπίτι της ευλαβούς γιαγιάς Ελενίτσας, στην αυλή της κτισμένο το ακαλαίσθητο άγαλμα τους «Ατατούρκ» και στο σπίτι της αναρτημένη μια ταμπέλα που γράφει «Sports 44B». Η καρδιά μου σφίγγεται σφικτά, το σπίτι του θείου Κική και της θείας Χαρίτας σε άθλια κατάσταση, τα παράθυρα τα ίδια από το 1974 έχουν λιώσει. Απέναντι τα λιοχώραφα ξεραμένα, δυσκολεύεσαι να δεις ελαιόδεντρο, έχουν γίνει όλα καυσόξυλα όπως πληροφορούμε αργότερα, όχι πολύ μακριά το σπίτι του θείου Κυριάκου και της θείας Ειρηνιάς, τώρα είναι καφενείο, απέναντι το σπίτι του μουχτάρη έχει καταρρεύσει. Το μόνο που είναι το ίδιο είναι ο αιωνόβιος πλάτανος.

Το σπίτι της ξαδέρφης Λένιας κάπως σε καλύτερη κατάσταση, δίπλα το σπίτι του θείου Αντρέα και θείας Ελένης, κλειδαμπαρωμένο ακόμα και η πόρτα της περιφραγμένης αυλής, κλειδωμένη. Εκεί κοιμόμουνα περισσότερα τα καλοκαίρια, εκεί και το κελλάρι που έφτιαχνε τα χαλούμια της ή θεία, εκεί και «ο γουμάς» με τις όρνιθες, εκεί και ο φούρνος που έφτιαχνε τα ψωμιά, τα κουλούρια και τις φλαούνες.

Δίπλα το αλώνι, θυμάμαι τον θείο Αντρέα να αλωνίζουμε τα πολύ παλιά χρόνια με τη δουκράνη, αργότερα με τη θεριστική μηχανή.

Απέναντι το Δημοτικό σχολείο με το γήπεδο ποδοσφαίρου, εκεί που ξεδίπλωνα τις ποδοσφορικές μου αρετές που έμειναν κι’ αυτές «μισοδότσιη».

Πλήρης απογοήτευση, το πράσινο χάθηκε, το νερό στέρεψε, τα αυλάκια ξεράθηκαν, τα σπίτια τα περισσότερα σε άθλια κατάσταση, τίποτε δεν μου θυμίζει την όαση των παιδικών μου χρόνων.
Θέλω να επισκεφθώ και τον Κεφαλόβρυσο, και τη Χαλεύκα, δεν τον αντέχω όμως, φτάνει απογοητεύσεις για σήμερα, ίσως μια άλλη φορά.

XΡΙΣΤΟΣ ΜΕΛΗ ΛΑΜΠΡΙΑΣ